- συνδικαστής
- ο, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνδικαστής Α [συνδικάζω]δικαστής που δικάζει από κοινού με άλλον ή άλλουςαρχ.ένορκος ταυτόχρονα με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδικαστής — fellowjuryman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδικασταί — συνδικαστής fellowjuryman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδικαστήν — συνδικαστής fellowjuryman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδικαστῶν — συνδικαστής fellowjuryman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνδικασταί — συνδικασταί , συνδικαστής fellowjuryman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)